- ἀνάμαξις
- ἀνάμαξιςimpressionfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάμαξις — ἀνάμαξις ( εως), η (Α) [ἀναμάσσω] το να δέχεται κάποιος μια εντύπωση και να τή διατηρεί στον νου του, η αποτύπωση … Dictionary of Greek
ἀναμάξεις — ἀνάμαξις impression fem nom/voc pl (attic epic) ἀνάμαξις impression fem nom/acc pl (attic) ἀναμάσσω rub aor subj act 2nd sg (epic) ἀναμάσσω rub fut ind act 2nd sg ἀ̱ναμάξεις , ἀναμάσσω rub futperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀναμάσσω rub aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάμαξιν — ἀνάμαξις impression fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμάσσω — ἀναμάσσω και ττω (ΑΜ) Ι ενεργ. σφουγγίζω, τρίβω, καθαρίζω κάτι ΙΙ μέσ. 1. δέχομαι και διατηρώ μια εντύπωση στον νου μου 2. παίρνω τη μορφή κάποιου 3. συλλαμβάνω το νόημα αρχ. ζυμώνω το ψωμί μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά * + μάσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνάμαξις] … Dictionary of Greek